- σταυρότυπος
- σταυρό-τῠπος, ον,A marked with the cross, in Adv. -πως, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταυρότυπος — η, ο / σταυρότυπος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει το σχήμα τού σταυρού. Επίρρ. ΜΑ σταυροτύπως σταυροειδώς, σταυρωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + τυπος (< τύπτω), πρβλ. χρυσό τυπος] … Dictionary of Greek
σταυροτύπως — σταυρότυπος marked with the cross adverbial σταυρότυπος marked with the cross masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυροτύποις — σταυρότυπος marked with the cross masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυροτύπου — σταυρότυπος marked with the cross masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυροτύπῳ — σταυρότυπος marked with the cross masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek